-
1 περιτρέφω
Aτέτροφα A.R.2.738
:—cause, make to congeal around, πάχνην l.c.: metaph.,ἄλγος π. κραδίην Nic.Th. 299
:—[voice] Pass., περιτρέφεται κυκόωντι [ the milk] forms curds as you mix it, Il.5.903; σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος the ice froze hard upon the shields, Od.14.477;τὸ περιτεθραμμένον σοι σαρκίδιον M.Ant.12.1
, cf. Gal.2.504.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιτρέφω
-
2 περι-στρέφω
περι-στρέφω, rund herum drehen, wenden; ἔῤῥιψεν χειρὶ περιστρέψας, Il. 18, 131; Od. 8, 189; h. Merc. 209;. τὼ. χεῖρε, Lys. 1, 27, pass., μάλα δ' ὦκα περιστρέφεται κυκόωντι, dreht sich herum, Il. 5, 903, Bekk. περιτρέφεται, s. das W., Plat. nur pass., κινδυνεύει τοῦτο τὸ ῥῆμα ὀρϑότατα εἰς τοὺς πολιτικοὺς περιεστράφϑαι, Polit. 303 c, und med., sich umkehren, Lys. 207 a; Sp., wie Plut.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий